Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Τρεις Ιεράρχες




Ως Τρεις Ιεράρχες αναφέρονται οι τρεις επιφανείς άγιοι και θεολόγοι της χριστιανικής θρησκείας, προστάτες των γραμμάτων και των μαθητών, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Βασίλειος ο Μέγας και ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός ή Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αναδείχθηκαν πατέρες της εκκλησίας και άγιοι. Η σοφία και η δράση τους τους έδωσε τον τίτλο των μεγίστων φωστήρων, όπως ψέλνεται και στο τροπάριό τους: «Τους τρεις μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου θεότητος...».
Και οι τρεις έδειξαν προσήλωση στη χριστιανική θρησκεία κι η ζωή τους ήταν γεμάτη από τους αγώνες τους γι' αυτή. Τα συγγράμματά τους, αλλά και η προφορική τους διδασκαλία έδωσαν δόξα και αίγλη στη χριστιανική παιδεία.
Γαλουχημένοι με τα βαθιά νοήματα της θρησκείας και άριστοι γνώστες της αρχαίας ελληνικής σοφίας, συνδύασαν τις γνώσεις τους αυτές και πρόσφεραν τις πρώτες βάσεις στη διαμόρφωση της ελληνοχριστιανικής παιδείας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Για τη μεγάλη προσφορά τους στα γράμματα ανακηρύχτηκαν άγιοι προστάτες των γραμμάτων, των μαθητών και γενικά της σπουδάζουσας νεολαίας.
Για τη σοφία τους και τη χριστιανική τους ζωή, η ορθόδοξη Εκκλησία τους ονόμασε αγίους και γιορτάζουν ο καθένας ξεχωριστά. Αλλά επειδή δημιουργήθηκε μια διαφωνία μεταξύ των χριστιανών για το ποιος από τους τρεις πρόσφερε τα περισσότερα, αποφασίστηκε και καθιερώθηκε από τα τέλη του 4ου αιώνα να υπάρχει και για τους τρεις μια κοινή γιορτή στις 30 Ιανουαρίου κάθε έτους. Κι επειδή είναι και προστάτες των γραμμάτων, καθιερώθηκε αυτή η γιορτή να είναι και γιορτή των γραμμάτων και της ελληνοχριστιανικής παιδείας. Η καθιέρωση αυτή έγινε μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και από το 1842 η γιορτή καθιερώθηκε ως εκπαιδευτική από τη σύγκλητο του πανεπιστήμιου Αθηνών. Η γιορτή αυτή επεκτάθηκε και στα γυμνάσια και στα δημοτικά σχολεία και νηπιαγωγεία, που την ημέρα αυτή αργούν και οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις και τελετές στη μνήμη των Αγίων.[1]

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

Το ηλιοτρόπιο, Ευγένιος Τριβιζάς

Ήταν κάποτε ένα λιβάδι γεμάτο ηλιοτρόπια. Κι όλα αυτά τα ηλιοτρόπια κοιτούσαν ολημερίς με θαυμασμό τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, γύριζαν από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, γυρνούσαν από δω. Εκτός από ένα.
Ένα μόνο ηλιοτρόπιο απ΄όλα τα ηλιοτρόπια του κάμπου δεν κοίταζε τον ήλιο. Όταν ο ήλιος ήταν από δω, το ηλιοτρόπιο αυτό κοιτούσε από κει. Όταν ο ήλιος ήταν από κει, το ηλιοτρόπιο κοιτούσε από δω
«Μα γιατί δεν κοιτάς κι εσύ τον ήλιο τον ακριβοθώρητο όπως εμείς;» ρωτούσαν τ΄άλλα ηλιοτρόπια απορημένα.
«Και γιατί να τον κοιτάω;»
«Επειδή είναι χρυσός. Επειδή λάμπει κι ανασαίνει φως».
«Ε και λοιπόν; Χαρά στο πράγμα! Ανασαίνει φως και κάτι έγινε»
«Τι θες να πεις; Δεν σ΄αρέσει δηλαδή;»
«Καλός είναι δεν λέω, αλλά όχι και να τον θαυμάζει κανείς απ΄το πρωί ίσαμε το βράδυ. Αλήθεια, δεν μπορώ να καταλάβω τι του βρίσκετε και τον κοιτάτε σαν χαζά, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει».
«Δεν είναι στα καλά του, σκεφτόνταν τα ηλιοτρόπια «Ακούς εκεί, να μη θέλει να κοιτάζει τον ήλιο;»
Και περνούσαν οι μέρες. Και όλα τα ηλιοτρόπια κοιτούσανε τον ήλιο, εκτός από κείνο το ηλιοτρόπιο το ένα, που κοιτούσε πάντα από την αντίθετη μεριά.
«Δε μου λες; Γιατί δεν με κοιτάς;» το ρωτάει μια μέρα ο ήλιος
«Άσε με ήσυχο» είπε το ηλιοτρόπιο
«Πες μου, γιατί δε με κοιτάς;» ξαναρωτάει ο ήλιος.
«Θέλεις αλήθεια να σου πω;»
«Ναι»
«Επειδή… θέλω να βγαίνεις μόνο για μένα. Μόνο για μένα να γελάς. Να λάμπεις μόνο για μένα. Εμένα μόνο να ζεσταίνεις» είπε το ηλιοτρόπιο. «Αν έβγαινες μόνο για μένα, τότε ναι θα σε κοιτούσα» «Μα δεν γίνεται αυτό» αποκρίθηκε ο ήλιος. «Δεν γίνεται να βγαίνω μόνο για σένα, να γελάω μόνο για σένα, εσένα μόνο να ζεσταίνω. Δεν γίνεται»
«Τότε κι εγώ δεν θα σε κοιτάω»
«Μα πρέπει μικρό ηλιοτρόπιο. Θα μαραθείς, αν δε με κοιτάς»
«Και τι σε νοιάζει εσένα αν μαραθώ. Παράτα με» είπε το ηλιοτρόπιο. Δεν μίλησε ο ήλιος. Και το ηλιοτρόπιο κοιτούσε με πείσμα από την άλλη τη μεριά. Και περνούσαν οι μέρες και άρχισε να χλωμιάζει το ηλιοτρόπιο.
«Είδατε;» ψιθύρισαν τ’ άλλα ηλιοτρόπια μεταξύ τους «Δεν κοιτάζει τον ήλιο και ορίστε.. Ιδού τα αποτελέσματα. Δεν το βλέπω καθόλου καλά. Να το θυμηθείτε ότι έτσι που πάει αργά ή γρήγορα θα μαραθεί».
Είχε δίκιο. Κάθε μέρα που περνούσε το ηλιοτρόπιο γινόταν όλο και πιο χλωμό, ο μίσχος στα πέταλά του μαραινόταν, αλλά ούτε που γύριζε να κοιτάξει τον βασιλιά τον ήλιο.
Παραξενεμένα τα ηλιοτρόπια, το άκουγαν να μιλάει μόνο του. «Φύγε» έλεγε «δε θέλω να σε βλέπω. Φύγε»
Ώσπου ένα βράδυ, το τελευταίο κείνο βράδυ, όταν όλα τ΄άλλα ηλιοτρόπια είχαν αποκοιμηθεί, μέσα στη νύχτα, μέσα στη σιωπή, πρόβαλε ο ήλιος. Πρώτη φορά έβγαινε το βράδυ. Δεν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Βγήκε κι έδιωξε το σκοτάδι και πλημμύρισε μ΄ένα χρυσαφένιο φως, μαγευτικό φως τ΄όνειρό του.
«Ήρθες;» είπε το ηλιοτρόπιο.
«Ήρθα» είπε ο ήλιος.
«Μόνο για μένα;»
«Μόνο για σένα» αποκρίθηκε ο ήλιος.»Έλα».
Ένιωσε ανάλαφρο το ηλιοτρόπιο, τόσο ανάλαφρο σαν να μη το έδενε η ρίζα του στο χώμα. Λες κι έγιναν φτερά τα φύλλα του, αφέθηκε ν΄ανεβαίνει.. Κι ανέβαινε, όλο ανέβαινε.. Ήταν τόσο μαγευτικός ο ουρανός, τόσο φωτεινός, δεν γίνεται πιο φωτεινός.. Κι έφτασε κοντά στον ήλιο. Κι από κει ψηλά είδε όλες τις θάλασσες, κι όλα τα λιβάδια, είδε λίμνες, είδε λιμώνες, είδε δάση, είδε ροδώνες και χώρες μαγικές και κόρφους μυστικούς και νησιά που ταξιδεύανε στο κύμα και πράσινα ποτάμια που στραφτάριζαν κι ολόλευκα πουλιά πάνω απ΄τα βουνά τ΄ασημένια.
«Έλα κοντά μου» είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε κοντά.
«Πιο κοντά» είπε ο ήλιος. Το ηλιοτρόπιο πήγε πιο κοντά.
«Κοίτα με» είπε ο ήλιος «Κοίτα με ηλιοτρόπιο». Το ηλιοτρόπιο τον κοίταξε.
«Εσένα μόνο» είπε ο ήλιος, και το άγγιξε με την ανάσα του.
Κι ένιωσε την ανάσα εκείνη να το καίει σαν πυρετός, σαν φλόγα να το αγκαλιάζει, σαν αστραπή θαμπωτική να το πονά κι ήταν όλα ένα χρυσάφι μέσα του, ολόγυρά του. Φλόγα θαμπωτική ο ουρανός απ΄άκρη σε άκρη. Κι ένιωσε τα φυλλοκάρδια του ν΄ανοίγουν, να γλιστράνε, να σκορπάν τα σπόρια του, να πέφτουν δάκρυ και βροχή στις θάλασσες του κόσμου κι όπως αγγίζαν τον αφρό, όπως άγγιζαν το κύμα σπίθες ξενες να πηδούν, μυριάδες ηλιοτρόπια να βλασταίνουν στη στιγμή, κύματα κι άλλα κύματα από ηλιοτρόπια χρυσά, ήλιοι λουλουδένιοι που στραφτάριζαν ολούθε ονειρικά, θάλασσες απέραντες χωρίς αρχή και τέλος.
Είχε συννεφιά τ΄άλλο πρωί. Δεν βγήκε τη μέρα εκείνη ο ήλιος. Κατασκότεινος ο ουρανός, λες κι ήταν βουρκωμένος . Το ηλιοτρόπιο έγερνε στο μίσχο του ξερό, καψαλισμένο, δίχως δροσιά, χωρίς πνοή, ανάμεσα στα δροσά ηλιοτρόπια του κάμπου.
«Τά΄θελε και τά΄παθε» είπε ένα ηλιοτρόπιο
«Πήγαινε γυρεύοντας» είπε ένα άλλο. Έτσι είπαν.
Έτσι είπαν και το λυπήθηκαν. Το λυπήθηκαν επειδή κανένα τους δε μάντεψε, πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη του, κανένας δεν έμαθε ποτέ το τελευταίο όνειρό του.
Ευγένιος Τριβιζάς

...Το φως το της γνώσεως...


Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

Τα κάλαντα στην τέχνη