Ψυχολογία
Πώς θα βάλετε όρια στο παιδί σας - ΛOYΙZA BOΓIATZH
Aπό τη στιγμή που ένα παιδί γεννιέται, εμείς ως γονείς του -συνήθως περισσότερο η μητέρα- αναλαμβάνουμε την απόλυτη ευθύνη για την ασφάλεια, την υγεία και τη σωστή ανάπτυξή του. Στην αρχή ο κόσμος του παιδιού είναι αυτός που εμείς δημιουργούμε γι’ αυτό, δηλαδή κυρίως το περιβάλλον του σπιτιού μας, ορισμένοι άνθρωποι που εισχωρούν στον κόσμο αυτό, όψεις του εξωτερικού κόσμου με τις οποίες εμείς το φέρνουμε σε επαφή, βγάζοντάς το έξω από το σπίτι. Aυτό που κάνουμε είναι ότι βάζουμε συνεχώς όρια γύρω από το παιδί για να το προστατέψουμε, χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι το κάνουμε όσο αυτό είναι ακόμη παθητικό και δεν αμφισβητεί τα όρια αυτά. Όμως οριοθετούμε το χώρο του: δεν αφήνουμε τον εξωτερικό κόσμο να εισχωρήσει στον κόσμο του παιδιού μας περισσότερο από όσο εμείς θεωρούμε σωστό και αναγκαίο. Tο προστατεύουμε από το πολύ κρύο ή την πολλή ζέστη, από την πείνα και τη δίψα, από κινδύνους που απειλούν τη σωματική του ακεραιότητα και από ανθρώπους που δεν εμπιστευόμαστε. Το αίσθημα της υπευθυνότητας που πρέπει να μας χαρακτηρίζει ως γονείς σ’ αυτό το πρώιμο στάδιο είναι αυτονόητο και απολύτως αναγκαίο, όχι μόνο για τη σωματική ασφάλεια του παιδιού, αλλά και για την υγιή ψυχική και διανοητική του ανάπτυξη. Mόνον ένα παιδί που απολαμβάνει τη σιγουριά που του εξασφαλίζουν οι γονείς θα αναπτυχθεί έτσι ώστε, όταν έρθει η στιγμή, να μπορεί να δοκιμάσει και να ξεπεράσει τα όρια αυτά. Ένα παιδί που δεν γνωρίζει όρια και δεν μαθαίνει να τα τηρεί είναι ανασφαλές, αποπροσανατολίζεται εύκολα από κάθε είδους ερεθίσματα, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί στους στόχους του και βιώνει συχνά την απόρριψη και τις συνεχείς αποτυχίες.
Tα όρια πρέπει να είναι ευέλικτα και μεταβλητά
Aυτό το αρχικό αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παιδί παραμένει όσο αυτό είναι ανήλικο και εξαρτημένο από τους γονείς. Συχνά μάλιστα δεν μας εγκαταλείπει ποτέ εντελώς. Συχνά αγωνιούμε για το παιδί μας ακόμη και αν αυτό έχει προ πολλού ενηλικιωθεί. Tαυτόχρονα όμως, καθώς το παιδί μεγαλώνει και διευρύνεται ο κόσμος του, έρχεται η στιγμή που συγκρούεται με τα όρια αυτά. Yπάρχουν όρια που καταργούνται αυτόματα επειδή το παιδί δεν είναι πια ένα αβοήθητο βρέφος που χρειάζεται απόλυτη προστασία, και έτσι, π.χ., το εμπιστευόμαστε πιο εύκολα σε κάποιον άλλον, το αφήνουμε να μπουσουλίσει ή το κάνουμε μπάνιο στη θάλασσα. Yπάρχουν όμως όρια τα οποία διατηρούνται ως τη στιγμή που το παιδί μάς δείχνει ότι πρέπει να τα καταργήσουμε ή να τα διευρύνουμε, για να ανταποκριθούμε στην έμφυτη ανάγκη του να γνωρίσει τον κόσμο. Tότε συχνά νιώθουμε αβεβαιότητα, επειδή από τη μία φοβόμαστε για το παιδί μας και από την άλλη έχουμε τις πρώτες συγκρούσεις μαζί του όταν του λέμε «όχι». H βάση για να δεχθεί ένα παιδί το «όχι» (και να αποδεχθεί ένα όριο που του βάζουμε) είναι το «ναι». Tι ακριβώς σημαίνει αυτό; Tα παιδιά βρίσκονται σε μια διαρκή διαδικασία αναγνώρισης του περιβάλλοντος χώρου, ενώ παράλληλα μ’ αυτό δοκιμάζουν και αναπτύσσουν τις δικές τους ικανότητες. Για να γίνει αυτό, πρέπει βέβαια να τους δοθεί η ευκαιρία. Oι γονείς έχουν την ευθύνη να τα οδηγήσουν σ’ αυτήν την «εξερεύνηση» προστατεύοντάς τα, εξηγώντας τους -ανάλογα με την ηλικία τους- τους κινδύνους και αφήνοντάς τα να παίρνουν κάποια ρίσκα όταν ξέρουν ότι δεν διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο. Πολλά μικρά παιδιά μαγνητίζονται από αιχμηρά αντικείμενα: μαχαίρια, πριόνια, ψαλίδια. Συνήθως τους απαγορεύουμε αυστηρά ακόμη και να αγγίξουν τέτοια αντικείμενα ή ξεφωνίζουμε τρομαγμένοι όταν τα δούμε να τα πιάνουν. Συμβαίνει όμως έτσι η περιέργεια του παιδιού να μην ικανοποιείται και κάθε φορά που του δίνεται η ευκαιρία να αρπάζει το αιχμηρό αντικείμενο, με αποτέλεσμα και το ίδιο να κινδυνεύει και εμείς να γινόμαστε πιο αυστηροί. Mία άλλη δυνατότητα θα ήταν να δώσουμε στο παιδί ένα όχι πολύ κοφτερό, αλλά όχι και ψεύτικο μαχαίρι και να το αφήσουμε, επιβλέποντάς το φυσικά, να κόψει κάτι, π.χ. να μας βοηθήσει όταν εμείς κόβουμε κάτι στην κουζίνα. Mε αυτόν τον τρόπο το παιδί ικανοποιεί την περιέργειά του, αποκτά τη δεξιότητα να χρησιμοποιεί προσεκτικά ένα αιχμηρό αντικείμενο και είναι πολύ πιο έτοιμο να δεχθεί ένα όριο: Ότι δηλαδή κάποια μαχαίρια είναι πολύ κοφτερά, με αυτά και οι μεγάλοι μπορεί εύκολα να κοπούν, γι’ αυτό δεν θέλουμε να τα πιάνει. Ίσως η διαδικασία αυτή να ακούγεται δύσκολη και χρονοβόρα, όμως μας διευκολύνει να χτίσουμε σιγά-σιγά μια σχέση εμπιστοσύνης, η οποία επιτρέπει στο παιδί να αποδεχθεί τα όρια που θεωρούμε απαραίτητα.
Tα όρια πρέπει να είναι κατανοητά από τα παιδιά
H ζωή με τα παιδιά απαιτεί να αναθεωρήσουμε κάποιες συνήθειές μας, και βέβαια να «ξεβολευόμαστε» πότε-πότε. Όταν λέμε «μη», θα ήταν καλό η απαγόρευση αυτή να έχει κάποια λογική και να μπορεί να γίνει κατανοητή από το παιδί. Όταν απαιτούμε από το παιδί να μην καθίσει στο χώμα για να μη λερωθεί, να μη σκαρφαλώσει όπως τα άλλα παιδιά στο πεζούλι γιατί μπορεί να πέσει, να καθίσει πολλή ώρα ήσυχο για να μη μας ενοχλήσει, να μην αγγίξει τίποτα γιατί μπορεί να κάνει ζημιά, τότε το κάνουμε αναίσθητο απέναντι στα «μη» και υπονομεύουμε τη δυνατότητα να δεχθεί κάποια όρια που είναι πραγματικά ουσιώδη για την ασφάλειά του και τις σχέσεις του με τους άλλους. Oι πρώτοι άνθρωποι στους οποίους το παιδί δοκιμάζει τα όριά του είναι οι γονείς.
Πώς θα μάθει το παιδί να σέβεται τα όρια των άλλων;
H ανάγκη του παιδιού να εξερευνήσει και να γνωρίσει τον κόσμο δεν περιορίζεται στα άψυχα αντικείμενα. Παράλληλα με τις άλλες ικανότητές του, αναπτύσσονται και οι κοινωνικές του δεξιότητες, η ικανότητά του να κάνει σχέσεις, να επικοινωνεί, να έχει φίλους, να συνεργάζεται, να διεκδικεί και να υποχωρεί, να αγαπάει και να νιώθει εμπιστοσύνη. Oι πρώτοι και σημαντικότεροι άνθρωποι που καθορίζουν με τις αντιδράσεις τους την ανάπτυξη των δεξιοτήτων αυτών, και πάνω στους οποίους δοκιμάζει το παιδί τα όρια της κοινωνικής του συμπεριφοράς, είναι οι γονείς. Πρόκειται σχεδόν πάντα για μια δοκιμασία των γονέων, οι οποίοι προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες και στην προσπάθεια να μην πληγώσουν το παιδί τους. Aυτό που βοηθάει και ανακουφίζει είναι η επίγνωση ότι στις περισσότερες, στις «φυσιολογικές» τουλάχιστον, περιπτώσεις πρόκειται για περιόδους κατά τις οποίες τα παιδιά δοκιμάζουν τα όρια και οι οποίες ξεπερνιούνται. Bοηθάει ακόμη να ξέρουμε ότι αυτές οι φάσεις, που είναι ανάλογα με την προσωπικότητα του κάθε παιδιού λιγότερο ή περισσότερο έντονες, συνιστούν αναπόσπαστο στοιχείο της παιδικής -κι αργότερα της εφηβικής- ηλικίας. Δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι κάποιες ακραίες συμπεριφορές των παιδιών θα τα χαρακτηρίζουν σε όλη τους τη ζωή, ούτε ότι πρέπει με κάθε τρόπο να τις αποτρέψουμε. Στην πραγματικότητα είναι φυσιολογικές παρορμήσεις που ζητούν ειλικρινή απάντηση για να αξιολογηθούν απ’ το παιδί ως «σωστό» ή «λάθος». Έτσι, ένα παιδί που δαγκώνει δεν θα γίνει ένας άνθρωπος που σε όλη του τη ζωή θα «δαγκώνει» και θα είναι επιθετικός. Eπομένως, δεν είναι απαραίτητο να κάνουμε στο παιδί ολόκληρο κήρυγμα γιατί δεν είναι σωστό να δαγκώνει, πράγμα που συνήθως δεν έχει και αποτελέσματα. Eίναι αρκετό να δείξουμε στο παιδί ότι μας πονάει, ότι αυτό μάς είναι δυσάρεστο, και να προσπαθήσουμε να βρούμε τρόπο να «εκτονώσει» αλλιώς αυτή του την ανάγκη. Mπορούμε να του υποδείξουμε να δαγκώνει μόνο το ρούχο μας ή να βρούμε ένα αντικείμενο που να ευχαριστιέται να το δαγκώνει, π.χ., κάτι λαστιχένιο, ή και να το αναζητάμε μαζί του κάθε φορά που έχει τη διάθεση αυτή. Έτσι, δημιουργούμε απ’ αυτή τη συμπεριφορά ένα «παιχνίδι» και αποφεύγουμε την έντονη σύγκρουση. Mε αυτόν τον τρόπο κάποια στιγμή η φάση του δαγκώματος θα έχει περάσει, χωρίς να έχει ταλαιπωρηθεί η σχέση μας με το παιδί.
Γίνονται πιο σαφή τα όρια όταν τιμωρούμε τα παιδιά;
Oι περισσότεροι γονείς έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με καταστάσεις όπου η συμπεριφορά του παιδιού μας ήταν τόσο προκλητική και ανυπόφορη, ώστε να νιώθουμε την ανάγκη να το τιμωρήσουμε με κάποιον τρόπο. Aυτές είναι στιγμές αναπόφευκτες στη ζωή με τα παιδιά, επειδή και εμείς είμαστε άνθρωποι με χίλια πράγματα στο μυαλό μας, με νεύρα, κούραση και με αντοχή που κάποια στιγμή τελειώνει. Tη στιγμή εκείνη το παιδί βλέπει τη συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε και αντιλαμβάνεται ότι απέναντί του βρίσκεται ένας άνθρωπος με όρια, που δεν μπορεί να δέχεται υπομονετικά τα πάντα. H τιμωρία λοιπόν και οι φωνές είναι μια ειλικρινής αντίδραση, η οποία τη στιγμή εκείνη λειτουργεί σαν βαλβίδα εκτόνωσης του θυμού μας και έχει μια στιγμιαία επίδραση στο παιδί, ώστε να μη συνεχίσει την «κακή» συμπεριφορά του. Όμως, δεν θα έπρεπε οι τιμωρίες να είναι μία τακτική που χρησιμοποιούμε για να δείχνουμε στα παιδιά πού βρίσκονται τα όρια. Aν φτάσουμε στο σημείο που οι τιμωρίες και τα κηρύγματα πέφτουν απανωτά, χωρίς αποτέλεσμα, σημαίνει ότι αποτύχαμε να πείσουμε το παιδί για την ορθότητα των ορίων. Όταν τιμωρούμε το παιδί επειδή έκανε κάτι που θεωρούμε «κακό», αγνοούμε κάτι πολύ βασικό: ότι το παιδί δεν έχει ούτε τη λογική ούτε την ηθική τη δική μας. Ξέρει ότι του έχουμε απαγορεύσει κάτι, αλλά δεν του είναι σαφές γιατί αυτό το κάτι απαγορεύεται. Στην παιδική ηλικία η φωνή των συναισθημάτων και των επιθυμιών είναι τόσο δυνατή, που σβήνει τη φωνή της λογικής και της πειθαρχίας. Tη στιγμή που ένα παιδί κάνει κάτι ανεπίτρεπτο, η παρόρμησή του είναι τόσο δυνατή, που δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. Aυτό ακούγεται ίσως παράξενο, επειδή πολύ συχνά έχουμε την εντύπωση ότι «το κάνει ενώ ξέρει πολύ καλά ότι δεν πρέπει να το κάνει». H εντύπωση αυτή είναι εσφαλμένη.
Ένας δρόμος διαλόγου
Tο παιδί δοκιμάζει μεν τα όρια, όχι όμως για να προκαλέσει εμάς και να «περάσει το δικό του», αλλά γιατί η παρόρμησή του να ξεπεράσει το όριο είναι δυνατή και θέλει να εξετάσει κατά πόσο το όριο εξακολουθεί να ισχύει. Eίναι επίσης πολύ σημαντικό να δείχνουμε στο παιδί ότι απορρίπτουμε την πράξη του, όχι όμως το ίδιο (δεν λέμε «είσαι κακό παιδί», λέμε «αυτό που έκανες είναι κακό»). Έτσι, το παιδί βεβαιώνεται ότι είμαστε στο πλευρό του και προσπαθούμε να καταλάβουμε τη θέση του. Aνοίγουμε λοιπόν ένα δρόμο διαλόγου και κατανόησης και καταφέρνουμε να κάνουμε το παιδί να μας ακούει όλο και περισσότερο, καθώς μεγαλώνει. Με αυτόν τον τρόπο χτίζουμε τις βάσεις πάνω στις οποίες το παιδί θα μάθει από το παράδειγμά μας και από τις πεποιθήσεις μας για το τι είναι καλό και τι όχι. Έτσι, όταν ένα παιδί «κλέψει» κάτι, δεν είναι η καλύτερη μέθοδος να το τιμωρήσουμε αυστηρά και να του κάνουμε κήρυγμα σαν να ήταν (και με το φόβο να μη γίνει) «επαγγελματίας κλέφτης». Eίναι απαραίτητο να του εξηγήσουμε ότι δεν επιτρέπεται να παίρνουμε πράγματα από άλλους χωρίς την άδειά τους, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να δείξουμε κατανόηση για το ότι μπήκε σε πειρασμό από το ωραίο αντικείμενο και να το βοηθήσουμε να το επιστρέψει ζητώντας συγνώμη, χωρίς όμως να το κάνουμε εμείς. Aν μπορούμε να βάλουμε τις βάσεις έτσι ώστε το παιδί μας να μπορέσει μέσα από τη δική μας εμπιστοσύνη και κατανόηση να αναπτύξει τη δική του προσωπική αίσθηση για το σωστό και το λάθος, τότε μεγαλώνοντας θα μπορεί να ελέγχει όλο και περισσότερο τις αρνητικές
του παρορμήσεις, να διακρίνει πού βρίσκονται τα όρια και να προστατεύει αποτελεσματικά τον εαυτό του και τις σχέσεις του.
Λουίζα Βογιατζή είναι συμβουλευτική ψυχολόγος.
Κυριακή 21 Μαρτίου 2010
Τρίτη 16 Μαρτίου 2010
Καλώς ήλθατε στο ιστολόγιό μας!
Η ωραιότερη μυρωδιά είναι του ψωμιού,
η ωραιότερη γεύση του αλατιού,
η ωραιότερη αγάπη των παιδιών!!!
η ωραιότερη γεύση του αλατιού,
η ωραιότερη αγάπη των παιδιών!!!
Κυριακή 14 Μαρτίου 2010
Ποίηση, Οδυσσέας Ελύτης
Η Τρελή Ροδιά (Οδυσσέας Ελύτης)
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
τη πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια -πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Μαγισσάκι (Οδυσσέας Ελύτης)
Από τους χρόνους τους παλιούς τό 'χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα
ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη
Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ' αυλάκι
φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι
Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μαι ερωτευμένος
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Τα Ελληνάκια (Οδυσσέας Ελύτης)
Το Μάρτη περικάλεσα και το μικρό Νοέμβρη
τον Αύγουστο το φεγγερό, κακό να μην μας εύρει.
Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά, είμαστε δυο Ελληνάκια
μεσ' στα γαλάζια πέλαγα και στ' άσπρα συννεφάκια.
Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά κι η αγάπη μας μεγάλη
που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια, περσεύει από την άλλη.
Ποιος έχει λόγια να την πει τέτοιαν αγάπη
ποιος ξέρει μάγια να την κάνει βουητό
μεσ' στους αιώνες να χτυπάει σαν άγριο κύμα
και να μην έχει, να μην έχει τελειωμό.
Μενεξές (Οδυσσέας Ελύτης)
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε μενεξέ.
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε.
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά.
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά.
Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει
Η Μάγια (Οδυσσέας Ελύτης)
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;
Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βάζει ανύποπτη μες τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους - πέστε μου
είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;
Στη μέρα που απ' τη ζήλεια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα
εκτυφλωτικά, πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμο της
ποτέ θλιμμένη και ποτέ γκρινιάρα - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που ξεφωνίζει την καινούργια ελπίδα που ανατέλλει;
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει τα μάκρη
τινάζοντας ένα μαντήλι φύλλα από δροσερή φωτιά,
μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια,
με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε
σ' αμύριστες ακρογιαλιές - πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά
που τρίζει τάρμενα ψηλά στο διάφανο αιθέρα;
Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι' εορτάζει
αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα
που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
τη πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια -πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;
Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταυγούστου,
πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει,
τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της,
ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά,
πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;
Μαγισσάκι (Οδυσσέας Ελύτης)
Από τους χρόνους τους παλιούς τό 'χω βαθύ μεράκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Τ' άπιαστο σαν αερικό στην εμορφιά του Μάης
που αν κάνεις να τον μυριστείς αλίμονό σου εκάεις
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τι ζουμπούλια και τι κρίνα τι και τούτα τι κι εκείνα
ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη
Ποιος θα μου δώκει δύναμη κι ένα μακρύ καμάκι
να βγω στις πέρα θάλασσες να βρω το μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός άγγελος η μαμά του
κι αφρός το φουστανάκι του στην άκρια του κυμάτου
Χτύπα χτύπα το ραβδάκι γίνε το νερό στ' αυλάκι
φα και ρε και μι και ντο μες στο μπλε το ξάγναντο
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές ν' ανάψω ένα κεράκι
να κάνει θαύμα στα κρυφά για με το μαγισσάκι
Που να κοιμάμαι ξυπνητός να τρέχω ξαπλωμένος
και να με λεν χωρίς καρδιά μα να 'μαι ερωτευμένος
Έβγα έβγα μαγισσάκι χτύπα χτύπα το ραβδάκι
ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα
Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια
έξι τέσσερα κι οχτώ γούρι μου και φυλαχτό
Τα Ελληνάκια (Οδυσσέας Ελύτης)
Το Μάρτη περικάλεσα και το μικρό Νοέμβρη
τον Αύγουστο το φεγγερό, κακό να μην μας εύρει.
Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά, είμαστε δυο Ελληνάκια
μεσ' στα γαλάζια πέλαγα και στ' άσπρα συννεφάκια.
Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά κι η αγάπη μας μεγάλη
που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια, περσεύει από την άλλη.
Ποιος έχει λόγια να την πει τέτοιαν αγάπη
ποιος ξέρει μάγια να την κάνει βουητό
μεσ' στους αιώνες να χτυπάει σαν άγριο κύμα
και να μην έχει, να μην έχει τελειωμό.
Μενεξές (Οδυσσέας Ελύτης)
Δύο συ και τρία γω
πράσινο πεντόβολο
μπαίνω μέσα στον μπαξέ
γεια σου κύριε μενεξέ.
Σιντριβάνι και νερό
και χαμένο μου όνειρο.
Τζίντζιρας τζιντζίρισε
το ροδάνι γύρισε.
Χοπ αν κάνω δεξιά
πέφτω πάνω στη ροδιά.
Χοπ αν κάνω αριστερά
πάνω στη βατομουριά.
Το 'να χέρι μου κρατεί
μέλισσα θεόρατη
τ' άλλο στον αέρα πιάνει
πεταλούδα που δαγκάνει
Η Μάγια (Οδυσσέας Ελύτης)
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
μέσ' απ' τους ουρανούς περνά.
Κάποτε λίγο σταματά
στο φτωχικό μου και κοιτά.
-Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
-Καλά. Πώς είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά τα
τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά.
-Γι αυτό πικραίνεσαι κυρά,
δε μου τα φέρνεις εδωνά;
-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
θα σου τη φάνε τη σοδειά.
-Δώσε μου καν την πιο μικρή
τη Μάγια την αστραφτερή.
-Πάρ' την κι έχε λοιπόν στο νου
πως θά 'σαι ο άντρας τ' ουρανού.
Λάμπουνε γύρω τα βουνά,
τα χέρια μου βγάνουν φωτιά.
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
φεύγει και μ' αποχαιρετά.
Σάββατο 13 Μαρτίου 2010
"Ο βράχος και το κύμα"
Ο βράχος και το κύμα (Βαλαωρίτης Αριστοτέλης)
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
«Μέριασε, βράχε, να διαβώ!» το κύμα ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Μέριασε! μες τα στήθη μου, που 'σαν νεκρά και κρύα
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Αφρούς δεν έχω γι' άρματα, κούφια βοή γι' αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, με θέριεψε η κατάρα
του κόσμου, που βαρέθηκε, του κόσμου που 'πε τώρα:
«Βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου η ώρα!»
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σο 'γλυφα και σο 'πλενα τα πόδια δουλωμένo,
περήφανα μ' εκοίταζες και φώναζες του κόσμου,
να δει την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Κι αντίς εγώ κρυφά-κρυφά, εκεί που σε φιλούσα,
μέρα και νύχτα σ'έσκαφτα τη σάρκα σου εδαγκούσα
και την πληγή που σ' άνοιγα, το λάκκο που 'θε κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη,
τα θέμελά σου τα 'φαγα, σ' έκαμα κουφολίθι.
Μέριασε, βράχε, να διαβώ! Του δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό...Εξύπνησα λιοντάρι...»
Ο βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός, σαβανωμένος.
Του φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που 'ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Ολόγυρα του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματα αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.
Το μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα,
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αθέρα
ν' αντιβοά τρομαχτικά χωρίς καν να ξυπνήσει,
και σήμερα ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.
«Κύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι συ κι ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις,
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ' αφρούς στεφανωμένο;
Όποιος κι αν είσαι μάθε το, εύκολα δεν πεθαίνω!»
«Βράχε, με λένε Εκδίκηση. Μ' επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. Μ' ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά και τώρα κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά, πέσε, προσκύνησέ με.
Εδώ μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις, δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη,
ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του άδη μου τ' αχνάρια...
Μ' έκαμες ξυλοκρέβατο... Με φόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ' έριξες γιαλούς... Το ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη.
Μέριασε βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη,
καταποτήρας είμαι εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
γίγαντας στέκω εμπρός σου!»
Ο βράχος εβουβάθηκε. Το κύμα στην ορμή του
εκαταπόντησε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Χάνεται μες την άβυσσο, τρίβεται, σβήεται, λιώνει
σα να 'ταν από χιόνι.
Επάνωθέ του εβόγγιζε για λίγο αγριεμένη
η θάλασσα κι εκλείστηκε. Τώρα δεν απομένει
στον τόπο που 'ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα,
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα.
Έθιμα του Μάρτη
Έθιμα το μήνα Μάρτιο
Ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης.
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρωτοδούν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία. Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.
Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.
Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα
ήρθε και άλλη μεληδόνα
κάθησε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε:
"Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις
καλοκαίρι θα μυρίσεις
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις
πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε:
"Του Μάρτη χελιδονίσματα"
Χελιδόνα έρχεται
από μαύρη θάλασσα
θάλασσα επέρασε
τη φωλιά δε ξέχασε
εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ
και Απρίλη δροσερέ
τα πουλάκια κελαηδούν
τα δεντράκια φύλλα ανθούν
τα πουλάκια αυγά γεννούν
κι αρχινούν να τα κλωσούν.
Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.
Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή:
«να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».
Ο Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης.
Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρωτοδούν χελιδόνι.
Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά λεφτά, λάδι, κρασί, αλεύρι, σιτάρι. Τα λεφτά καθώς και τα προϊόντα αυτά τα αφιέρωναν τα παιδιά στην εκκλησία. Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως στη Μακεδονία, Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.
Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά στη Ρόδο. Κρατώντας ένα ομοίωμα χελιδονιού, τριγύριζαν στην πόλη και ζητούσαν φιλέματα.
Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα. Σε κάθε μεριά της Ελλάδας, την 1η του Μαρτη τα παιδιά ξεχύνονταν στους δρόμους για να καλωσορίσουν τα χελιδόνια τους, τους αγγελιοφόρους της Άνοιξης. Κρατούσαν στα χέρια τους ένα ξύλινο χελιδόνι και του κρεμούσαν στο λαιμό κουδουνάκια . Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα "χελιδονίσματα" ενώ τα κουδουνάκια συνόδευαν το τραγούδι τους.
Ήρθε ήρθε χελιδόνα
ήρθε και άλλη μεληδόνα
κάθησε και λάλησε
και γλυκά κελάηδησε:
"Μάρτη, Μάρτη μου καλέ,
και Φλεβάρη φοβερέ
κι αν φλεβίσεις κι αν τσικνίσεις
καλοκαίρι θα μυρίσεις
Κι αν χιονίσεις κι αν κακίσεις
πάλιν άνοιξη θ' ανθίσεις.
Σε άλλα μερη λένε:
"Του Μάρτη χελιδονίσματα"
Χελιδόνα έρχεται
από μαύρη θάλασσα
θάλασσα επέρασε
τη φωλιά δε ξέχασε
εν δυο, εν δυο.
Μάρτη, Μάρτη βροχερέ
και Απρίλη δροσερέ
τα πουλάκια κελαηδούν
τα δεντράκια φύλλα ανθούν
τα πουλάκια αυγά γεννούν
κι αρχινούν να τα κλωσούν.
Χαρακτηριστικό είναι ένα άλλο ανοιξιάτικο έθιμο της βροχής, που σχετίζεται με την ανησυχία του αγροτικού κόσμου για τη βροχή και γίνεται συνήθως λίγο πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα. Μαζεύονταν λοιπόν παιδιά μέχρι δεκαοκτώ χρονών και ορίζονταν με κλήρωση ένα από αυτά που το έντυναν με χόρτα.
Έπειτα έπαιρναν ένα παγούρι και ένα ποτήρι και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι. Στο κάθε έριχναν στο ντυμένο με χόρτα παιδί ένα ποτήρι νερό, το οποίο κουνιόταν με αποτέλεσμα να στάζει κάτω το νερό. Κάθε φορά έλεγαν την παρακάτω προσευχή:
«να βρέξει αγαπημένε Θεέ να μεγαλώσουν τα σπαρτά».
Το δάκρυ του Χριστού
Το δάκρυ του Χριστού (κρητική λαϊκή παράδοση)
Τον καιρό που οι Εβραίοι κυνηγούσαν το Χριστό για να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν, βρέθηκε σε πολύ μεγάλη στεναχώρια για την αχαριστία των ανθρώπων.
Ζητούσε ησυχία μα οι παράνομοι τον ακολουθούσαν.
Όταν έφτασε σε μια ελιά, κάθισε από κάτω κι ακούμπησε το κεφάλι Του στον κορμό της για να κοιμηθεί. Όμως ήταν αδύνατο έρθει ο ύπνος.
Τότε δάκρυσε και τα δάκρυα σα δροσοσταλιές έσταζαν στη ρίζα της ελιάς και την πότιζαν.
Ποτισμένη με τα δάκρυα του Χριστού είναι ευλογημένο δέντρο, γι' αυτό και βγάζει λάδι, που νοστιμίζει το φαγητό μας και δίνει φως στα κρεμασμένα καντήλια.
Ρούφηξε τα ζεστά δάκρυα του Χριστού που έπεφταν από τα μάτια του αντικρίζοντας την ανθρώπινη αχαριστία.
Πιο ευλογημένο δέντρο από την ελιά στον κόσμο δεν είναι άλλο.
Τον καιρό που οι Εβραίοι κυνηγούσαν το Χριστό για να τον πιάσουν και να τον σταυρώσουν, βρέθηκε σε πολύ μεγάλη στεναχώρια για την αχαριστία των ανθρώπων.
Ζητούσε ησυχία μα οι παράνομοι τον ακολουθούσαν.
Όταν έφτασε σε μια ελιά, κάθισε από κάτω κι ακούμπησε το κεφάλι Του στον κορμό της για να κοιμηθεί. Όμως ήταν αδύνατο έρθει ο ύπνος.
Τότε δάκρυσε και τα δάκρυα σα δροσοσταλιές έσταζαν στη ρίζα της ελιάς και την πότιζαν.
Ποτισμένη με τα δάκρυα του Χριστού είναι ευλογημένο δέντρο, γι' αυτό και βγάζει λάδι, που νοστιμίζει το φαγητό μας και δίνει φως στα κρεμασμένα καντήλια.
Ρούφηξε τα ζεστά δάκρυα του Χριστού που έπεφταν από τα μάτια του αντικρίζοντας την ανθρώπινη αχαριστία.
Πιο ευλογημένο δέντρο από την ελιά στον κόσμο δεν είναι άλλο.
Περί ανέμων...
Άνεμος, αέρας, αήρ
Οι ονομασίες των ανέμων
Ανάλογα με την προέλευση του ανέμου,
έχουμε διάφορες μορφές και ονομασίες.
Συνολικά οι κατηγορίες των ανέμων είναι 32.
Βορριάς = Τραμουντάνα
Βορράς επί Μέσην = Τραμουντάνα- κάρτα - Γρέγο
Μεσοβορράς = Γρέγο - Τραμουντάνα
Μέσης επί Βορρά = Γρέγο - κάρτα - Τραμουντάνα
Μέσης = Γρέγος
Μέσης επί Απηλιώτην = Γρέγο - κάρτα - Λεβάντε
Μεσαπηλιώτης = Γρέγο - Λεβάντε
Απηλιώτης επί Μέσην = Λεβάντε - κάρτα - Γρέγο
Απηλιώτης = Λεβάντες
Απηλιώτης επ΄Εύρον = Λεβάντε - κάρτα - Σιρόκο
Ευραπηλιώτης = Σιρόκο - Λεβάντε
Εύρος επ' Απηλιώτη = Σιρόκο - κάρτα - Λεβάντε
Εύρος = Σιρόκος
Εύρος επί Νότον = Σιρόκο - κάρτα - Όστρια
Ευρόνοτος = Όστρια - Σιρόκο
Νοτιάς = Όστρια
Νότος επ' Εύρος = Όστρια - κάρτα - Σιρόκο
Νότος επί Λίβα = Όστρια - κάρτα - Γαρμπή
Λιβόνοτος = Όστρια - Γαρμπή
Λιψ επί Νότον = Γαρμπή - κάρτα - Όστρια
Λιψ = Γαρμπής
Λιψ επί Ζέφυρο = Γαρμπή - κάρτα - Πουνέντε
Λιβοζέφυρος = Πουνέντε - Γαρμπή
Ζέφυρος επί Λίβα = Πουνέντε - κάρτα - Γαρμπή
Ζέφυρος = Πουνέντες
Ζέφυρος επ΄Αργέστην = Πουνέντε - κάρτα - Μαΐστρο
Ζεφυροαργέστης = Πουνέντε - Μαΐστρο
Αργέστης επί Ζέφυρο = Μαΐστρο - κάρτα - Πουνέντε
Αργέστης ή Σκίρων = Μαΐστρος
Αργέστης επί Βορρά = Μαΐστρο - κάρτα - Τραμουντάνα
Βορραργέστης = Μαΐστρο - Τραμουντάνα
Βορράς επ΄ Αργέστην = Τραμουντάνα - κάρτα - Μαΐστρο
Οι ονομασίες των ανέμων
Ανάλογα με την προέλευση του ανέμου,
έχουμε διάφορες μορφές και ονομασίες.
Συνολικά οι κατηγορίες των ανέμων είναι 32.
Βορριάς = Τραμουντάνα
Βορράς επί Μέσην = Τραμουντάνα- κάρτα - Γρέγο
Μεσοβορράς = Γρέγο - Τραμουντάνα
Μέσης επί Βορρά = Γρέγο - κάρτα - Τραμουντάνα
Μέσης = Γρέγος
Μέσης επί Απηλιώτην = Γρέγο - κάρτα - Λεβάντε
Μεσαπηλιώτης = Γρέγο - Λεβάντε
Απηλιώτης επί Μέσην = Λεβάντε - κάρτα - Γρέγο
Απηλιώτης = Λεβάντες
Απηλιώτης επ΄Εύρον = Λεβάντε - κάρτα - Σιρόκο
Ευραπηλιώτης = Σιρόκο - Λεβάντε
Εύρος επ' Απηλιώτη = Σιρόκο - κάρτα - Λεβάντε
Εύρος = Σιρόκος
Εύρος επί Νότον = Σιρόκο - κάρτα - Όστρια
Ευρόνοτος = Όστρια - Σιρόκο
Νοτιάς = Όστρια
Νότος επ' Εύρος = Όστρια - κάρτα - Σιρόκο
Νότος επί Λίβα = Όστρια - κάρτα - Γαρμπή
Λιβόνοτος = Όστρια - Γαρμπή
Λιψ επί Νότον = Γαρμπή - κάρτα - Όστρια
Λιψ = Γαρμπής
Λιψ επί Ζέφυρο = Γαρμπή - κάρτα - Πουνέντε
Λιβοζέφυρος = Πουνέντε - Γαρμπή
Ζέφυρος επί Λίβα = Πουνέντε - κάρτα - Γαρμπή
Ζέφυρος = Πουνέντες
Ζέφυρος επ΄Αργέστην = Πουνέντε - κάρτα - Μαΐστρο
Ζεφυροαργέστης = Πουνέντε - Μαΐστρο
Αργέστης επί Ζέφυρο = Μαΐστρο - κάρτα - Πουνέντε
Αργέστης ή Σκίρων = Μαΐστρος
Αργέστης επί Βορρά = Μαΐστρο - κάρτα - Τραμουντάνα
Βορραργέστης = Μαΐστρο - Τραμουντάνα
Βορράς επ΄ Αργέστην = Τραμουντάνα - κάρτα - Μαΐστρο
Περιβάλλον, οικολογία...
"Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες:
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω."
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική
Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης.
Αν δε σωθεί, εγώ φταίω."
Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική
Και ...καλό Πάσχα!
Τσουρέκι (συνταγή ζαχαροπλαστικής)
Υλικά
7 φλιτζάνια αλεύρι
1 και 2/3 φλιτζάνια βούτυρο
1 και 2/3 φλιτζάνια ζάχαρη
2 κουταλιές της σούπας ξηρή μαγιά ή 150 γρ. φρέσκια μαγιά
5 αυγά
1 1/2 φλιτζάνι γάλα χλιαρό
ξύσμα μισού πορτοκαλιού
ξύσμα μισού λεμονιού
1 κουταλιά μαχλέπι σε σκόνη
1/2 κουταλάκι αλάτι
1 αυγό χτυπημένο
αμύγδαλα ολόκληρα και ξεφλουδισμένα
Εκτέλεση
Βάζετε το γάλα στη φωτιά να γίνει χλιαρό.
Σε μία λεκάνη διαλύετε την μαγιά στο γάλα, προσθέτετε 1 1/2 φλιτζάνι αλεύρι, ανακατεύετε καλά και αφήνετε να φουσκώσει να γίνει διπλάσιο.
Σε μία κατσαρόλα σε πολύ χαμηλή φωτιά, βάζετε το βούτυρο να λιώσει .
Χτυπάτε καλά τα αυγά και τα προσθέτετε στο βούτυρο, ανακατεύοντας συνεχώς.
Προσθέτετε το μαχλέπι, τη ζάχαρη, το ξύσμα πορτοκαλιού και λεμονιού και το αλάτι .
Χύνετε το περιεχόμενο της κατσαρόλας στην λεκάνη με την μαγιά, ανακατεύετε και ρίχνετε λίγο λίγο το αλεύρι και ζυμώνετε .
Ζυμώνετε μέχρι να γίνει μία ζύμη ομοιόμορφη .
Αφήνετε τη ζύμη να φουσκώσει μέχρι να διπλασιαστεί.
Χωρίζετε τη ζύμη σε κομμάτια τα οποία τα πλάθετε σε τσουρέκια.
Τα βάζετε σε ταψί στρωμένο με λαδόκολλα .
Σκεπάζετε και αφήνετε να φουσκώσουν .
Προθερμαίνετε τον φούρνο στους 180ο C.
Αλείφετε με αυγό και πασπαλίζετε με αμύγδαλα.
Ψήνετε για περίπου μία ώρα .
Υλικά
7 φλιτζάνια αλεύρι
1 και 2/3 φλιτζάνια βούτυρο
1 και 2/3 φλιτζάνια ζάχαρη
2 κουταλιές της σούπας ξηρή μαγιά ή 150 γρ. φρέσκια μαγιά
5 αυγά
1 1/2 φλιτζάνι γάλα χλιαρό
ξύσμα μισού πορτοκαλιού
ξύσμα μισού λεμονιού
1 κουταλιά μαχλέπι σε σκόνη
1/2 κουταλάκι αλάτι
1 αυγό χτυπημένο
αμύγδαλα ολόκληρα και ξεφλουδισμένα
Εκτέλεση
Βάζετε το γάλα στη φωτιά να γίνει χλιαρό.
Σε μία λεκάνη διαλύετε την μαγιά στο γάλα, προσθέτετε 1 1/2 φλιτζάνι αλεύρι, ανακατεύετε καλά και αφήνετε να φουσκώσει να γίνει διπλάσιο.
Σε μία κατσαρόλα σε πολύ χαμηλή φωτιά, βάζετε το βούτυρο να λιώσει .
Χτυπάτε καλά τα αυγά και τα προσθέτετε στο βούτυρο, ανακατεύοντας συνεχώς.
Προσθέτετε το μαχλέπι, τη ζάχαρη, το ξύσμα πορτοκαλιού και λεμονιού και το αλάτι .
Χύνετε το περιεχόμενο της κατσαρόλας στην λεκάνη με την μαγιά, ανακατεύετε και ρίχνετε λίγο λίγο το αλεύρι και ζυμώνετε .
Ζυμώνετε μέχρι να γίνει μία ζύμη ομοιόμορφη .
Αφήνετε τη ζύμη να φουσκώσει μέχρι να διπλασιαστεί.
Χωρίζετε τη ζύμη σε κομμάτια τα οποία τα πλάθετε σε τσουρέκια.
Τα βάζετε σε ταψί στρωμένο με λαδόκολλα .
Σκεπάζετε και αφήνετε να φουσκώσουν .
Προθερμαίνετε τον φούρνο στους 180ο C.
Αλείφετε με αυγό και πασπαλίζετε με αμύγδαλα.
Ψήνετε για περίπου μία ώρα .
Κόκκινα αυγά...
Τα κόκκινα αυγά του Πάσχα
Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες.
Είναι στη λαϊκή και μυθολογική φαντασία το σύμβολο της ζωής.
Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να την μεταδώσει στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά.
Μερικοί υποθέτουν ότι τα κόκκινα αυγά του Πάσχα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη,
την Ασία και την Κίνα από ένα έθιμο των Καλανδών.
Αλλοι θεωρούν αρχική κοιτίδα τους την Αίγυπτο.
Στη νύχτα του κόσμου ένα αυγό άνοιξε στα δύο και από μέσα του βγήκε ο κόσμος, διηγούνται οι Πέρσες.
Στο έπος των Φιλανδών «Καλεβάλα», το αυγό που περιείχε τον κόσμο,
έπεσε από τον ουρανό στην αγκαλιά της μάνας των νερών.
Αλλού, το κοσμικό αυγό γονιμοποιείται από τον ήλιο, και στην αρχαία Αίγυπτο, το αυγό, ως Λόγος Δημιουργός, ταξιδεύει στην προαιώνια θάλασσα.
Στην Κίνα συνηθίζονταν οι προσφορές αυγών την Άνοιξη για γονιμότητα και αναγέννηση. Στην πανάρχαια Ουρ της Μεσοποταμίας, προσφέρανε αυγά στους νεκρούς.
Στην ελληνική αρχαιότητα αποθέτανε αυγά στα χέρια ειδωλίων του Διονύσου ως σύμβολα αναγέννησης.
Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε ένα αυγό από όπου αναδύθηκαν οι Διόσκουροι.
Στους Εβραίους, τα αυγά ήταν τροφή πένθους. Τροφή που δεν είχε ολοκληρωθεί ως ζωή.
Στα λαϊκά παραμύθια, μέσα σε ένα αυγό, καλά φυλαγμένο, κρύβεται η ζωή ενός γίγαντα ή ήρωα.
Τα χρωματιστά αυγά και ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 5ο αιώνα και στην Αίγυπτο από το 10ο.
Το 17ο αιώνα τα βρίσκουμε τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μωαμεθανούς (Μεσοποταμία, Συρία).
Για τους πρώτους Χριστιανούς το αυγό είναι το σύμβολο της Ανάστασης του Χριστού.
Στο Μεσαίωνα, βάφονταν αυγά για να δοθούν σαν δώρα το Πάσχα.
Κατά τον 17ο αιώνα, ο Πάπας Παύλος ο 5ος ευλόγησε το ταπεινό αυγό με μια δέηση: "Ευλόγησε Ύψιστε το δικό σου αυτό δημιούργημα, το αυγό, το οποίο μπορεί να γίνει μια ευεργετική τροφή των δικών σου πιστών τρώγοντας και ευγνωμονώντας Σε, ένεκεν της Ανάστασης του Κυρίου μας".
Γιατί βάφονται κόκκινα τα αυγά της Ανάστασης;
Η παράδοση λέει πως:
"Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε.
Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αυγά, φώναξε:
"Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;" Και, ω του θαύματος έγιναν!"
Στην Κέρκυρα διηγούνται τα εξής:
Όταν αναστήθηκε ο Χριστός, πρώτα πρώτα το άκουσαν κάτι αυγά.
Αμέσως άρχισαν την τρεχάλα να το διαδώσουν παντού.
Από το πολύ το τρέξιμο έγιναν κατακόκκινα!
Πασχαλινά αυγά με Χρώμα κόκκινο
Μερικοί πιστεύουν ότι τα αυγά βάφονται κόκκινα
σε ανάμνηση του αίματος του Χριστού, που χύθηκε για εμάς τους ανθρώπους.
Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για την Ανάσταση του Χριστού.
Είναι παράλληλα όμως και χρώμα αποτρεπτικό.
Κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη
στην Καστοριά οι γυναίκες για το καλό.
Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι.
Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι αυτό και
τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη.
Παλιότερα το συνήθιζαν κι αποβραδίς, πάντοτε τα μεσάνυχτα,
με το ξεκίνημα της νέας μέρας.
Καινούρια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα και τότε, έξω από το σπίτι.
Τα χρώματα για τα αυγά τα έφτιαχναν από διάφορα φυτά
Από φλούδες κρεμμυδιών γινόταν το μελί, από άχυρο ή
από φύλλα αμυγδαλιάς το κίτρινο, το ανοικτό κόκκινο από παπαρούνες,
από μαϊντανό πράσινο, από ζαφορά το κίτρινο και από βιολέτες το μοβ.
Επίσης για το βάψιμο των αυγών χρησιμοποιούσαν το βάρτζι,
ένα είδος κόκκινου ξύλου.
Το κόκκινο όμως χρώμα ήταν και είναι πάντα το πιο αγαπημένο χρώμα
για τα Πασχαλινά αυγά.
Φυσικές χαλκομανίες
Τα παλιότερα χρόνια διάλεγαν φύλλα από φυτά και λουλούδια και έβαζαν από ένα πάνω σε κάθε αυγό. Στη συνέχεια, τύλιγαν τριγύρω μια παλιά κάλτσα, την οποία στερέωναν με μια κλωστή και έβαφαν τα Πασχαλινά αυγά.
Το πρώτο Βαμένο κόκκινο αυγό
Το πρώτο αυγό που έβαφαν ήταν της Παναγίας και το έβαζαν στο εικονοστάσι.
Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά από το κακό το μάτι.
Τα ευαγγελισμένα αυγά
Σε μερικά μέρη έβαζαν σε ένα κουτάκι τόσα αυγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και τα πήγαιναν το βράδυ στην εκκλησία, για να διαβαστούν στα 12 Ευαγγέλια.
Τα άφηναν κάτω από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση και τότε καθεμιά έπαιρνε τα δικά της.
Αυτά τα αυγά ήταν "ευαγγελισμένα" και τα τσόφλια τους τα παράχωναν στους
κήπους και τις ρίζες των δέντρων για να καρπίσουν.
Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυγά που έκαναν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη.
Άμα η κότα ήταν μαύρη, ακόμα καλύτερα.
Είχαν θαυμαστές ιδιότητες και μπορούσαν να διώξουν κάθε κακό.
Τα αυγά τα Μεγαλοπεφτιάτικα περνούσαν τον πονόλαιμο,
φύλαγαν το αμπέλι από το χαλάζι, έδιωχναν μακριά το σκαθάρι.
Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά
Οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλιζαν τα αυγά, τα "έγραφαν", τα "κεντούσαν".
Πάνω στα άσπρα αυγά έγραφαν με λειωμένο κερί ευχές, σχεδίαζαν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, πουλιά κ.ά.
Έριχναν μετά τα αυγά στην κόκκινη μπογιά και μέχρι να λειώσει το κερί έμεναν τα γράμματα και τα σχέδια άσπρα.
Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά, που τα λέγαν στη Μακεδονία και "πέρδικες",
μια και συχνά είχαν πάνω τους πουλιά, ή ίσως και γιατί ξεχώριζαν, όπως κι οι πέρδικες, για την ομορφιά τους, θύμιζαν συχνά μικρογραφίες. Το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο.
Αυτά έστελναν δώρο οι αρραβωνιασμένες στο γαμπρό και οι βαφτισιμιές στους νονούς και τις νονές τους, σε όλα τα αγαπημένα πρόσωπα.
Άλλοτε πάλι τα κορίτσια πρόσθεταν στα αυγά φτερά από χρωματιστό χαρτί, ουρά και μύτη από ζυμάρι και τα κρεμούσαν στο ταβάνι, έτοιμα να πετάξουν.
Το αυγό, πανάρχαιο σύμβολο της γένεσης του κόσμου, της γέννησης της ζωής, το συναντάμε σε πολλές λατρείες, τόσο πρωτόγονες, όσο και περισσότερο εξελιγμένες.
Είναι στη λαϊκή και μυθολογική φαντασία το σύμβολο της ζωής.
Έχει μέσα του δύναμη ζωική και πίστευαν πως μπορούσε να την μεταδώσει στους ανθρώπους, τα ζώα, τα φυτά.
Μερικοί υποθέτουν ότι τα κόκκινα αυγά του Πάσχα, διαδόθηκαν στην Ευρώπη,
την Ασία και την Κίνα από ένα έθιμο των Καλανδών.
Αλλοι θεωρούν αρχική κοιτίδα τους την Αίγυπτο.
Στη νύχτα του κόσμου ένα αυγό άνοιξε στα δύο και από μέσα του βγήκε ο κόσμος, διηγούνται οι Πέρσες.
Στο έπος των Φιλανδών «Καλεβάλα», το αυγό που περιείχε τον κόσμο,
έπεσε από τον ουρανό στην αγκαλιά της μάνας των νερών.
Αλλού, το κοσμικό αυγό γονιμοποιείται από τον ήλιο, και στην αρχαία Αίγυπτο, το αυγό, ως Λόγος Δημιουργός, ταξιδεύει στην προαιώνια θάλασσα.
Στην Κίνα συνηθίζονταν οι προσφορές αυγών την Άνοιξη για γονιμότητα και αναγέννηση. Στην πανάρχαια Ουρ της Μεσοποταμίας, προσφέρανε αυγά στους νεκρούς.
Στην ελληνική αρχαιότητα αποθέτανε αυγά στα χέρια ειδωλίων του Διονύσου ως σύμβολα αναγέννησης.
Στην ελληνική μυθολογία η Λήδα, από την ένωσή της με τον Δία, γέννησε ένα αυγό από όπου αναδύθηκαν οι Διόσκουροι.
Στους Εβραίους, τα αυγά ήταν τροφή πένθους. Τροφή που δεν είχε ολοκληρωθεί ως ζωή.
Στα λαϊκά παραμύθια, μέσα σε ένα αυγό, καλά φυλαγμένο, κρύβεται η ζωή ενός γίγαντα ή ήρωα.
Τα χρωματιστά αυγά και ιδιαίτερα τα κόκκινα μνημονεύονται για γιορταστικούς σκοπούς, στην Κίνα ήδη από τον 5ο αιώνα και στην Αίγυπτο από το 10ο.
Το 17ο αιώνα τα βρίσκουμε τόσο στους Χριστιανούς όσο και στους Μωαμεθανούς (Μεσοποταμία, Συρία).
Για τους πρώτους Χριστιανούς το αυγό είναι το σύμβολο της Ανάστασης του Χριστού.
Στο Μεσαίωνα, βάφονταν αυγά για να δοθούν σαν δώρα το Πάσχα.
Κατά τον 17ο αιώνα, ο Πάπας Παύλος ο 5ος ευλόγησε το ταπεινό αυγό με μια δέηση: "Ευλόγησε Ύψιστε το δικό σου αυτό δημιούργημα, το αυγό, το οποίο μπορεί να γίνει μια ευεργετική τροφή των δικών σου πιστών τρώγοντας και ευγνωμονώντας Σε, ένεκεν της Ανάστασης του Κυρίου μας".
Γιατί βάφονται κόκκινα τα αυγά της Ανάστασης;
Η παράδοση λέει πως:
"Όταν είπαν πως αναστήθηκε ο Χριστός, κανείς δεν το πίστευε.
Μια γυναίκα, που κρατούσε στο καλάθι της αυγά, φώναξε:
"Μπορεί από άσπρα να γίνουν κόκκινα;" Και, ω του θαύματος έγιναν!"
Στην Κέρκυρα διηγούνται τα εξής:
Όταν αναστήθηκε ο Χριστός, πρώτα πρώτα το άκουσαν κάτι αυγά.
Αμέσως άρχισαν την τρεχάλα να το διαδώσουν παντού.
Από το πολύ το τρέξιμο έγιναν κατακόκκινα!
Πασχαλινά αυγά με Χρώμα κόκκινο
Μερικοί πιστεύουν ότι τα αυγά βάφονται κόκκινα
σε ανάμνηση του αίματος του Χριστού, που χύθηκε για εμάς τους ανθρώπους.
Κόκκινο είναι και το χρώμα της χαράς. Χαράς για την Ανάσταση του Χριστού.
Είναι παράλληλα όμως και χρώμα αποτρεπτικό.
Κόκκινες βελέντζες και κόκκινα μαντίλια κρεμούσαν τη Μεγάλη Πέμπτη
στην Καστοριά οι γυναίκες για το καλό.
Κόκκινο πανί έβαφαν μαζί με τα αυγά τους στη Μεσημβρία και το κρεμούσαν στο παράθυρο για σαράντα μέρες, για να μην τους πιάνει το μάτι.
Το βάψιμο των αυγών γινόταν τη Μεγάλη Πέμπτη γι αυτό και
τη λέγαν Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη.
Παλιότερα το συνήθιζαν κι αποβραδίς, πάντοτε τα μεσάνυχτα,
με το ξεκίνημα της νέας μέρας.
Καινούρια πρέπει να ήταν η κατσαρόλα που θα έβαφαν τα αυγά και ο αριθμός τους ορισμένος και τη μπογιά τη φύλαγαν σαράντα μέρες και δεν την έχυναν, ακόμα και τότε, έξω από το σπίτι.
Τα χρώματα για τα αυγά τα έφτιαχναν από διάφορα φυτά
Από φλούδες κρεμμυδιών γινόταν το μελί, από άχυρο ή
από φύλλα αμυγδαλιάς το κίτρινο, το ανοικτό κόκκινο από παπαρούνες,
από μαϊντανό πράσινο, από ζαφορά το κίτρινο και από βιολέτες το μοβ.
Επίσης για το βάψιμο των αυγών χρησιμοποιούσαν το βάρτζι,
ένα είδος κόκκινου ξύλου.
Το κόκκινο όμως χρώμα ήταν και είναι πάντα το πιο αγαπημένο χρώμα
για τα Πασχαλινά αυγά.
Φυσικές χαλκομανίες
Τα παλιότερα χρόνια διάλεγαν φύλλα από φυτά και λουλούδια και έβαζαν από ένα πάνω σε κάθε αυγό. Στη συνέχεια, τύλιγαν τριγύρω μια παλιά κάλτσα, την οποία στερέωναν με μια κλωστή και έβαφαν τα Πασχαλινά αυγά.
Το πρώτο Βαμένο κόκκινο αυγό
Το πρώτο αυγό που έβαφαν ήταν της Παναγίας και το έβαζαν στο εικονοστάσι.
Με αυτό σταύρωναν τα παιδιά από το κακό το μάτι.
Τα ευαγγελισμένα αυγά
Σε μερικά μέρη έβαζαν σε ένα κουτάκι τόσα αυγά όσα ήταν τα μέλη της οικογένειας και τα πήγαιναν το βράδυ στην εκκλησία, για να διαβαστούν στα 12 Ευαγγέλια.
Τα άφηναν κάτω από την Αγία Τράπεζα ως την Ανάσταση και τότε καθεμιά έπαιρνε τα δικά της.
Αυτά τα αυγά ήταν "ευαγγελισμένα" και τα τσόφλια τους τα παράχωναν στους
κήπους και τις ρίζες των δέντρων για να καρπίσουν.
Παρόμοια τύχη είχαν και τα αυγά που έκαναν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη.
Άμα η κότα ήταν μαύρη, ακόμα καλύτερα.
Είχαν θαυμαστές ιδιότητες και μπορούσαν να διώξουν κάθε κακό.
Τα αυγά τα Μεγαλοπεφτιάτικα περνούσαν τον πονόλαιμο,
φύλαγαν το αμπέλι από το χαλάζι, έδιωχναν μακριά το σκαθάρι.
Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά
Οι γυναίκες και τα κορίτσια στόλιζαν τα αυγά, τα "έγραφαν", τα "κεντούσαν".
Πάνω στα άσπρα αυγά έγραφαν με λειωμένο κερί ευχές, σχεδίαζαν σκηνές από τη ζωή του Χριστού, πουλιά κ.ά.
Έριχναν μετά τα αυγά στην κόκκινη μπογιά και μέχρι να λειώσει το κερί έμεναν τα γράμματα και τα σχέδια άσπρα.
Τα "ξομπλωτά" ή "κεντημένα" αυγά, που τα λέγαν στη Μακεδονία και "πέρδικες",
μια και συχνά είχαν πάνω τους πουλιά, ή ίσως και γιατί ξεχώριζαν, όπως κι οι πέρδικες, για την ομορφιά τους, θύμιζαν συχνά μικρογραφίες. Το ένα ήταν καλύτερο από το άλλο.
Αυτά έστελναν δώρο οι αρραβωνιασμένες στο γαμπρό και οι βαφτισιμιές στους νονούς και τις νονές τους, σε όλα τα αγαπημένα πρόσωπα.
Άλλοτε πάλι τα κορίτσια πρόσθεταν στα αυγά φτερά από χρωματιστό χαρτί, ουρά και μύτη από ζυμάρι και τα κρεμούσαν στο ταβάνι, έτοιμα να πετάξουν.
Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010
Υπό κατασκευή...........
Λόγω ...ανοιξιάτικων ιών θα είμαστε γρήγορα κοντά σας με ενδιαφέροντα νέα από το σχολείο μας και γενικά από την εκπαίδευση!!!
Ευχαριστούμε
Ευχαριστούμε
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)